O σκυλάκος μου ο Willy

O σκυλάκος μου ο Willy
Το Free Willy παίρνει άλλη έννοια :P
Powered By Blogger

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Ύπνος, του καταπληκτικού συναδέλφου Φοίβου Κρανιωτάκη :P

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να βλέπω είναι χρώματα, χρώματα που κινούνται συνέχεια από δώ κι από κει σε μία αέναη συνέχεια. Όλα τα χρώματα του φάσματος συνδυασμένα σε ένα πολύχρωμο κουβάρι που πηδάει συνέχεια από δω και από κει σαν να παίζει με αυτό μια αόρατη γάτα. Μια συνεχής κίνηση από την οποία ξεπηδάνε διάφορες μορφές οι οποίες δεν παίρνουν μορφή απλά παραμένουν σχήματα χρώματος στο μαύρο φόντο του χώρου… έναν χώρο που δεν μπορώ και να προσδιορίσω τόσο καλά… οι μορφές αυτές δίνουν την θέση τους σε εικόνες, πολύχρωμες, τυχαίες, απίστευτες εικόνες οι οποίες συνέχεια αλλάζουν και συνέχεια κινούνται και ενώ προλαβαίνω να τις δώ δεν προλαβαίνω να τις συγκρατήσω, σαν να βλέπεις ένα καρέ πολλών λήψεων στο σινεμά αλλά να προλαβαίνεις να συγκρατείς-έστω και για λίγο, έτσι ώστε να μπορείς να τα κατανοήσεις-τα διαφορετικά καρέ που διαδέχονται με απίστευτη ταχύτητα το ένα το άλλο. Τις εικόνες δεν αργεί να διαδεχτεί ο τόσο πολύτιμος ήχος ο οποίος μου γαργαλάει τα αυτιά και μετατρέπει αυτό το βωβό σινεμά μια κινηματογραφική πανδαισία στην οποία πρωταγωνιστώ άλλες φορές και άλλες απλά παρατηρώ-πράγμα που προτιμώ περισσότερο έχω να πω… Καθώς εικόνες και ήχοι περνάνε δίπλα και γύρω μου και γεμίζουν αυτόν τον μαύρο κόσμο νιώθω ένα συναίσθημα απελευθέρωσης και απόλυτου ελέγχου ενώ ταυτόχρονα παρατηρώ ότι είμαι απολύτως κλεισμένος σε αυτόν τον νέο κόσμο και ότι πραγματικά δεν έχω καμία εξουσία που να μπορώ να ασκήσω πάνω του έτσι ώστε να κάνω κάτι γι αυτό παρά μόνο μπορώ να αφήσω τη μοίρα της κάθε ιστορίας που περνάει μπροστά απ’τα μάτια μου να με κατευθύνει στο αποτέλεσμα που επιθυμεί αυτή… καθώς εισέρχομαι σε κάθε ιστορία νιώθω να είμαι όπως οι πρωταγωνιστές σε μια ταινία, παίζουν, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν το σενάριο ενώ παράλληλα κάποιες φορές νιώθω και σαν σκηνοθέτης… σαν να έχω συνειδητή εξουσία πάνω σε αυτή την περίεργη και κάποιες φορές απόκοσμη πλοκή…
Ξαφνικά… έτσι χωρίς κάποια προειδοποίηση ή κάποιο προμήνυμα για την επερχόμενη ‘καταστροφή’ σαν κάτι να αρχίζει να αλλάζει, στην αρχή δεν φαίνεται πολύ και έτσι δεν το αντιλαμβάνομαι αλλά μετά σαν μια θεϊκή παρέμβαση από έναν άλλον κόσμο όλα αρχίζουν να αλλάζουν… οι ήχοι αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεθωριάζουν δίνοντας τη θέση τους σε άλλους, όπως το τρίξιμο των τριζονιών για παράδειγμα(που ακούγονται από το δασάκι στο οποίο βλέπει το δωμάτιο μου), πιο τραχύς και πιο ‘πραγματικούς’ στο άκουσμα-αλλά σκεπτόμενος αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω δικαίωμα να τους αποκαλώ έτσι… πως ξέρω τι είναι πραγματικό αφού οι μνήμες αυτού του κόσμου έχουν ήδη αρχίσει να χάνονται μες στο μυαλό μου όπως ακριβώς και οι εικόνες ακολουθούν τον ήχο και χάνονται σιγά-σιγά και αυτές όπως ακριβώς σβήνει η φλόγα ενός κεριού… χάνονται σαν τα θολά απομεινάρια σε κάποιες παλιές και από-καιρό χαμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου. Τελικά αυτό το συνονθύλευμα με βρίσκει κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους να ψάχνω τα κομμάτια μου ενώ ο ένας έχει ήδη αρχίσει να παίρνει τη θέση του άλλου πανηγυρικά…
Το πανηγύρι τελειώνει και εγώ ανακτώντας τις αισθήσεις μου βγαίνω από τον έναν κόσμο και πηδάω στον άλλον χωρίς να το θέλω και χωρίς να φαντάζομαι τι θα βρω στην άλλη άκρη του τούνελ…
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι αυτός ο φριχτός πονοκέφαλος που επικεντρώνεται στο κεντρικό μέρος του μετώπου μου κάνοντας με να καταλαβαίνω ότι τώρα πια πατάω στην πραγματικότητα και ότι τα πάντα γυρίζουν ασταμάτητα μες στο κεφάλι μου σαν να έχω παγιδευτεί σε μια γιγαντιαία δίνη…
Η πόρτα για τον άλλον κόσμο δεν είναι μακριά και με τραβάει ξανά προς το μέρος της αλλά η αφόρητη ζέστη του χώρου γύρω μου δεν με αφήνει να ηρεμήσω και να αφεθώ πάλι σε αυτή τη γλυκιά γαλήνη της φαντασίας οπότε αναγκάζομαι να επανέλθω στον-όπως τον αποκαλούν-πραγματικό κόσμο, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου αλλά δεν το προσπαθώ κιόλας, θέλω να ηρεμήσω για λίγο πριν αντιληφθώ τι με περιμένει εκεί έξω. Με κλειστά μάτια αρχίζω δειλά-δειλά να ξανακερδίζω τις αισθήσεις μου μία προς μία, τελευταία έρχεται η αφή βγάζοντας με ολοκληρωτικά από την άλλη πραγματικότητα και προσγειώνοντας με με δύναμη στο κρεβάτι μου. Ο πόνος σε όλο μου το σώμα επανήλθε πλήρως τώρα και δυστυχώς μπορώ να τον αντιληφθώ σε πλήρη λειτουργία καθώς μου τρώει αργά τα σωθικά και την θέληση μου για συνέχεια και ζωή. Με δυσκολία ανοίγω τα μάτια μου για να παρατηρήσω αν όντως βρίσκομαι εκεί που νομίζω… «Ναι» σκέφτομαι, «αυτό το άθλιο νοσοκομείο ακόμα να γκρεμιστεί μαζί μου να ησυχάσω…»
«Δε βαριέσαι… πόσο να είμαι ακόμα εδώ; Δύο μήνες; Άντε πες τρείς… θα αντέξω»
Στο παράθυρο στα δεξιά μου ο ήλιος προσπαθεί μάταια να φωτίσει τον σκοτεινό νυχτερινό ουρανό και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του είναι μια απαλή μπλε απόχρωση στη μέχρι τότε μαύρη και απόμακρη όψη της νύχτας προάγγελος της επερχόμενης φωτεινής αυγής. Ο τοίχος απέναντι μου στέκει όπως πάντα εκεί… ακίνητος και χωρίς τίποτα πάνω του έτσι ώστε να τον ομορφαίνει, ένας άδειος, λευκός, παλιότοιχος που τόσες φορές που δεν είχα τίποτα να κάνω τον κοίταζα επί ώρες, τον κοίταζα και έβλεπα μαζί του και την ζωή μου να μένει έτσι… στάσιμη και λευκή… χωρίς τίποτα πάνω της να την ομορφαίνει…
Μόνο αυτές οι εικόνες ήταν πάντα εκεί, μαζί μου, να μου κρατάνε συντροφιά τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αυτές ήταν τα πινέλα και το καβαλέτο μου… και ο τοίχος ο καμβάς μου…
Τα κρεβάτια των υπολοίπων πάντα εκεί, στέκουν ακίνητα και ασάλευτα σαν φέρετρα που περιμένουν τους ιδιοκτήτες τους να κοιμηθούν για πάντα πάνω τους έναν αιώνιο, ατάραχο και ήρεμο ύπνο. Ναι… όλα ήταν όπως τα άφηνα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, όλα τόσο μουντά και απαράλλακτα, καμία αλλαγή, καμία κίνηση, σαν να περίμεναν όλοι μαζικά με κομμένη την ανάσα να γίνει κάτι συνταρακτικό που όσο πήγαινε και αργούσε και όσο πήγαινε η αγωνία μεγάλωνε, όλοι τους κοιμούνταν τόσο βουβά, τόσο μακάβρια.
Κοίταξα τα χέρια μου… μπάσταρδοι… με είχαν δέσει στο κρεβάτι μου και με είχαν υπό παρακολούθηση γιατί είχα λέει αυτοκτονικές τάσεις και μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου… «δεν πάμε καλά» ψέλλισα με όση δύναμη μου χε μείνει, άκου «μπορεί να έβλαπτα πολύ σοβαρά τον εαυτό μου»… συγνώμη για αυτόν ακριβώς τον λόγο ήμουν εδώ, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο τώρα έχω επιδέσμους στους καρπούς μου-οι οποίοι από ότι παρατηρώ έχουν γίνει πάλι κόκκινοι απ’το αίμα… «ε λογικά πάλι θα άνοιξαν οι πληγές» σκέφτομαι, «λες να μια τυχερός και αυτή τη φορά να μην το προσέξει κάνας γιατρός και να με αφήσουν επιτέλους στην ησυχία μου;»
Για λίγο χαίρομαι με αυτή την ιδέα αλλά απογοητεύομαι με μιας… κάθε φορά το ίδιο γίνεται και κάθε φορά κάποιος με προλαβαίνει, έτσι από τα πολλά πήγαινε-έλα στο χειρουργείο κόλλησα και λοίμωξη και τώρα πονάω και γι αυτό…
Αλλά παρατήρησα ότι αυτή τη φορά ο νοσοκόμος που χε βάρδια κανονικά δεν ήταν πλάι μου να δει τι κάνω… και το φώς στο διάδρομο ήταν σβηστό… όλα τα φώτα ήταν σβηστά, ανασηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου, όλοι κοιμούνταν ήρεμοι «διακοπή ρεύματος θα ναι» σκέφτομαι από μέσα μου και πέφτω πάλι να κοιμηθώ…
Αλλά κάτι εκεί με δεν με άφηνε να κοιμηθώ.
Κάτι ήταν διαφορετικό και αυτό φαινόταν παντού, μπορούσα να το καταλάβω, πήγα να σηκωθώ αλλά καθηλώθηκα πάλι στο κρεβάτι μου λόγω αδυναμίας…
Ξάφνου απ’τον διάδρομο ακούγονται βήματα…
Αργά και ήρεμα βήματα…
Ο ήχος τους όλο και πλησίαζε, και πλησίαζε, και πλησίαζε… μέχρι που χάθηκε…
«Έ ξύπνα!» μια φωνή
Νόμισα πως γύρισα να δω από την μεριά που ακούστηκε αλλά τελικά παρατήρησα ότι μόλις σηκωνόμουν…
Δίπλα μου ήταν ένας σχετικά νέος άντρας γύρω στα τριανταπέντε με αρκετά ουδέτερα χαρακτηριστικά σχεδόν μετροσέξουαλ θα μπορούσε να πει κανείς , είχε ξανθό μακρύ μέχρι τον ώμο μαλλί και γαλανόλευκα μάτια-πράγμα πολύ περίεργο αλλά και μαγευτικό-και στο πρόσωπο του κυριαρχούσε ένα πολύ καλοσυνάτο και γλυκό γεμάτο σοφία ύφος. Φόραγε μία ρόμπα από αυτές του νοσοκομείου και δεν υπήρχε καρτελάκι στο στήθος του που να υποδεικνύει όνομα.
«Τι έγινε είδες κάποιο όνειρο;» με ρώτησε με την ήρεμη φωνή του
Δεν απάντησα απλά αρκέστηκα σε ένα νεύμα και γύρισα πλευρό αγνοώντας τον-ή προσπαθώντας τουλάχιστον.
Καθόμασταν κάμποση ώρα και δεν μιλάγαμε αλλά ήξερα πως με κοίταζε και μάλιστα πολύ έντονα, ένιωθα και έναν περίεργο πόνο στο στήθος όπως και ένα πολύ περίεργο συναίσθημα ευφορίας μαζί του... πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο…
Γύρισα και του μίλησα «Τι κάνεις εκεί; »Ρώτησα ξερά…
«Ά χαίρομαι που με ρώτησες επιτέλους!» απάντησε πρόσχαρα
«Ήρθα να σε δώ σήμερα… είμαι φίλος των γονιών σου-όπως και πολλών άλλων-και έμαθα πως αύριο θα πάρεις εξιτήριο οπότε αποφάσισα να σε πάρω να φύγουμε.» συνέχισε
«Μα καλά οι γονείς μου δεν πρέπει να δώσουν συγκατάθεση γι αυτό;» ρώτησα καχύποπτα
«Και δεν έχω μάθει τίποτα για εξιτήριο…»
Δίστασε για μια στιγμή-τουλάχιστον έτσι νομίζω- και συνέχισε
«Οι γονείς σου θέλουν το καλό σου… θα καταλάβουν έτσι και αλλιώς θα σε δουν στο τέλος»
Αυτή η τελευταία φράση λειτούργησε σαν ηρεμιστικό στην λογική μου και το δέχτηκα-δεν ξέρω και γω γιατί…
«Έλα…» ήταν η τελευταία φράση του καθώς μου έπιανε το χέρι…
Τα δεσμά μου είχαν λυθεί και μπορούσα να το σηκώσω για να τον ακολουθήσω… ένιωσα και πάλι αυτή τη μαγική δίνη που με συνεπαίρνει κάθε φορά λίγο πριν κοιμηθώ και ο κόσμος άρχισε πάλι να γίνεται πιο θολός… πιο απόμακρος… ένιωσα απίστευτη ενέργεια να με καταλύει και μετά το εγώ μου χωρίστηκε σε δυο μέρη, το ένα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και άρχισε να περπατάει μαζί του ενώ εκείνος άνοιγε διάπλατα τα πανέμορφα κατάλευκα φτερά του, ενώ το άλλο κοιτούσε έξω από την εικόνα σαν παρατηρητής μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα από εικόνες και ήχους που υπήρχαν γύρω μου και πέρναγαν σαν καρέ στο σινεμά… τόσο γρήγορα…
Ξάφνου καθώς κρατούσα το χέρι του τα πάντα γύρω μου άρχιζαν να χάνονται σιγά-σιγά και οι ήχο να είναι όλο και πιο απόμακροι, οι εικόνες όλο και πιο θαμπές… στο τέλος τα πάντα άρχισαν να γυρίζουν και να ακούω έναν ήχο να παίρνει τη θέση του παλιού… έναν ήχο πιο πραγματικό… και καθώς ζούσα και παρατηρούσα την ίδια στιγμή ένα φως πίσω μου που δεν είχα παρατηρήσει πριν άρχισε να τρεμοπαίζει… θαμπό στην αρχή… όλο και πιο φωτεινό μετά… η αγαλλίαση της αρχής άρχισε πάλι να με αγκαλιάζει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: